Λόγω της πρόσφατης επανεμφάνισης κρουσμάτων λύσσας στη χώρα μας ο σύλλογος απευθύνθηκε στην Βάσια Μαυρογιάννη Κτηνίατρο, Δρ Κτηνιατρικής Λέκτορα Τμήματος Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας η οποία συνέταξε για μας το παρακάτω εμπεριστατωμένο άρθρο που με εύκολο τρόπο μας βοηθά ώστε να κατανοήσουμε τη φύση της ασθένειας, τους τρόπους προφύλαξης καθώς και τις πρώτες βοήθειες που θα πρέπει να λάβουμε σε περίπτωση δαγκώματος από οικόσιτο, αδέσποτο ή άγριο ζώο.
Ο σύλλογος ευχαριστεί την Δρ Μαυρογιάννη για τη συμβολή της στην έγκυρη και επιστημονική ενημέρωση των μελών του.

Ακολουθεί το άρθρο:

ΛΥΣΣΑ

 

Βάσια Μαυρογιάννη, Κτηνίατρος, Δρ Κτηνιατρικής

Λέκτορας Τμήματος Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

 

Η λύσσα είναι νόσημα πού οφείλεται σε ιό, ο οποίος προσβάλλει όλα τα θηλαστικά, περιλαμβανομένων των κατοικίδιων σαρκοφάγων και του ανθρώπου. Η νόσος είναι διαδεδομένη σε όλον τον κόσμο. Σήμερα, χώρες απαλλαγμένες από τη νόσο είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελβετία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία, τα νησιά της Χαβάης, τα νησιά της Καραϊβικής, τα νησιά της Πολυνησίας και της Μικρονησίας και η Ανταρκτική, ενώ, μέχρι πριν από μερικούς μήνες, απαλλαγμένη από τη νόσο ήταν και η Ελλάδα. Σε όλον τον κόσμο, κάθε χρόνο παγκοσμίως πεθαίνουν 40.000-50.000 άνθρωποι από τη νόσο, ενώ άλλοι 1.000.000 υποβάλλονται στην ειδική αντιλυσσική αγωγή, εξαιτίας έκθεσής τους στον ιό.

Στην Ελλάδα, τα έτη 1956-1960, κατά μέσο όρο, γινόταν διάγνωση λύσσας σε 944 ζώα ετησίως, αριθμός πού μειώθηκε σε 437 κρούσματα ετησίως τα έτη 1961-1965. Ταυτόχρονα, αναφέρονταν και περιστατικά θανάτου ανθρώπων από τη νόσο. Προοδευτικά, η συχνότητα της νόσου μειώθηκε (1978-1979: 2 κρούσματα ετησίως) και το έτος 1987, η χώρα κηρύχθηκε οριστικά απαλλαγμένη από τη νόσο. Όμως, τον Οκτώβριο 2012, ο ιός της λύσσας απομονώθηκε από δείγμα εγκεφάλου αλεπούς από την περιοχή Παλαιοκάστρου (κοντά στη Σιάτιστα) στο νομό Κοζάνης. Στη συνέχεια, κρούσματα της νόσου διαγνώστηκαν σε αλεπούδες ή σκύλους στις περιοχές Καστοριάς, Κιλκίς, Πέλλας.

Η επανεμφάνιση της νόσου στη χώρα μας, την έφερε πάλι στην επικαιρότητα, λόγω δε της σοβαρότητάς της και της σημασίας της για τη δημόσια υγεία, πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα. Παρακάτω αναφέρονται κάποια στοιχεία για τη λύσσα, ώστε να γίνει κατανοητή η νόσος και να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα ο έλεγχος αυτής.

Ο ιός της λύσσας ανιχνεύεται συχνότερα σε αλεπούδες, ρακούν, κουνάβια, νυχτερίδες και άγριους σκύλους, ζωικά είδη που συμβάλλουν στη διάδοση του ιού ως δεξαμενές αυτού. Ο ιός μεταδίδεται σε ζώα και ανθρώπους πρωτίστως από δάγκωμα μολυσμένου ζώου, το οποίο αποβάλει τον ιό με το σάλιο του. Όμως, πύλη εισόδου του ιού μπορεί να αποτελέσει και κάποια λύση συνεχείας του δέρματος (π.χ., αμυχές). Στην πράξη, τα περισσότερα (90%) κρούσματα σε ανθρώπους ακολουθούν δάγκωμα από μολυσμένο οικόσιτο ή αδέσποτο σαρκοφάγο ζώο συντροφιάς (σκύλο ή γάτα). Ειδικά σε κυνηγούς, οι αμυχές που δημιουργούνται στο δέρμα των χεριών στη διάρκεια του κυνηγιού, μπορεί να αποτελέσουν εύκολη πύλη εισόδου του ιού, κατά τη συχνή επαφή με τα σάλια του σκύλου, χωρίς να το αντιληφθεί ο ιδιοκτήτης του μολυσμένου ζώου.

Η αναγνώριση σκύλων με κλινική λύσσα είναι σχετικά εύκολη, καθώς τα προσβεβλημένα ζώα αλλάζουν συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, αυτά τα ζώα έχουν ιδιαίτερα άγρια όψη, αποφεύγουν τους ανθρώπους, κρύβονται σε σκοτεινά μέρη, γαυγίζουν χωρίς λόγο, είναι ευερέθιστα στο φως και στο θόρυβο, δεν έχουν όρεξη για φαγητό, αντιδρούν στη θέα του νερού, παρουσιάζουν αστάθεια και επιτίθενται σε άλλα ζώα και ανθρώπους χωρίς λόγο. Επιπλέον, τα προσβεβλημένα ζώα παρουσιάζουν έντονη σιελόρροια, δεν μπορούν να καταπιούν εύκολα και γλύφουν ή δαγκώνουν την περιοχή όπου δαγκώθηκαν από το άλλο ζώο. Ζώα ύποπτα λύσσας πρέπει να αναφέρονται αμέσως στις κτηνιατρικές υπηρεσίες, προκειμένου να γίνει οριστική διάγνωση της νόσου, η οποία επιτυγχάνεται με μεγάλη ακρίβεια με εργαστηριακές εξετάσεις.

Για την περιορισμό της νόσου επιβάλλεται εμβολιασμός των οικόσιτων σαρκοφάγων ζώων (σκύλοι, γάτες), ώστε αυτά να είναι απόλυτα προστατευμένα. Τα εμβόλια που έχουν άδεια κυκλοφορίας στη χώρα μας, παρέχουν αποτελεσματική προστασία κατά της νόσου. Ο εμβολιασμός για την πρόληψη της λύσσας γίνεται αποκλειστικά από κτηνίατρο. Συνηθέστερα, αρχικός εμβολιασμός των κουταβιών γίνεται σε ηλικία 4-6 μηνών και ακολουθείται από τον αναμνηστικό εμβολιασμό. Επαναληπτικός εμβολιασμός των ζώων πρέπει να γίνεται ανάλογα με το εκάστοτε χορηγούμενο εμβόλιο, καθώς η ανοσία πού προσφέρεται στο εμβολιασμένο ζώο διαφέρει ανάλογα με το εμβόλιο πού χορηγείται κάθε φορά. Ιδανικά, ανάλογο εμβολιακό πρόγραμμα θα μπορούσε να εφαρμόζονταν και στα αδέσποτα ζώα κάποιας περιοχής (ειδικά σε αγροτικές ή ημιαστικές περιοχές), καθώς ενδέχεται αυτά τα ζώα να έρθουν σε επαφή με άγρια ζώα μολυσμένα από τον ιό. Ανάλογης σημασίας είναι και ο εμβολιασμός στις γάτες, επειδή τα ζώα αυτά, καθώς είναι νυκτερινοί θηρευτές, μπορεί να έρθουν σε επαφή με μολυσμένη αλεπού κατά την αναζήτηση τροφής.

Σχετικά με τους κυνηγετικούς σκύλους, ζώα που έρχονται πολύ συχνά σε επαφή με άγρια ζώα, είναι πολύ σημαντικός ο τακτικός και σωστός εμβολιασμός τους. Η θεωρία που επικρατεί μεταξύ ορισμένων κυνηγών ότι, δήθεν, το εμβόλιο της λύσσας οδηγεί σε απώλεια της όσφρησης από το εμβολιασμένο ζώο είναι απόλυτα λανθασμένη. Παγκοσμίως, δεν υπάρχει καμία σχετική βιβλιογραφική τεκμηρίωση, πού να υποστηρίζει την εν λόγω άποψη, η οποία εν τέλει είναι ένας μύθος.

Εάν κάποιος άνθρωπος δαγκωθεί από ανεμβολίαστο σκύλο ή γάτα, ως άμεσης εφαρμογής μέτρο συνιστάται ο καθαρισμός του τραύματος με σαπούνι, καθώς ο ιός είναι πολύ ευαίσθητος σε αυτό. Περαιτέρω, συνιστάται η σύλληψη του ζώου που δάγκωσε και η στενή παρακολούθησή του επί τουλάχιστον 17 ημέρες, ώστε να αποφασιστεί η έναρξη ή όχι της ειδικής αντιλυσσικής αγωγής. Σημειώνεται ότι η νόσος, εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, οδηγεί πάντα στο θάνατο.Αντίθετα, η έγκαιρη έναρξη της ειδικής αντιλυσσικής αγωγής οδηγεί σε αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου. Υπεύθυνες αρχές για τον εμβολιασμό των ανθρώπων είναι οι κατά τόπους υπηρεσίες δημόσιας υγείας, όπου πρέπει να απευθύνεται αμέσως κάποιος σε περίπτωση επαφής ανθρώπου με ζώο ύποπτο λύσσας.

Σε περιοχές όπου έχουν εμφανιστεί κρούσματα λύσσας, συνιστάται ο προληπτικός εμβολιασμός των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή με άγρια ζώα (κτηνίατροι, κτηνοτρόφοι, κυνηγοί). Ειδικά για τους κυνηγούς, συνιστάται ο εμβολιασμός και όσων μεταβαίνουν για κυνήγι σε περιοχές όπου έχουν εμφανιστεί κρούσματα της νόσου, έστω και αν αυτοί ζουν μακριά από αυτές. Υπεύθυνες αρχές για τον εμβολιασμό των ανθρώπων είναι οι κατά τόπους υπηρεσίες δημόσιας υγείας, όπου κάποιος μπορεί να λάβει περισσότερες πληροφορίες για την εφαρμογή προληπτικών εμβολιασμών σε ανθρώπους.

Όπως πάντα, ο πανικός και η ημιμάθεια δεν βοηθούν στη λύση του προβλήματος Πρέπει καθένας να αντιληφθεί την όλη κατάσταση, οπότε, στη συνέχεια, να συμβάλλει στην πρόληψη της νόσου και τον περιορισμό αυτής, ώστε να αποφευχθεί η επιστροφή στα χρόνια όπου η νόσος ενδημούσε σε όλη τη χώρα και δημιουργούσε το φόβο των ανθρώπων προς τα κατοικίδια ζώα.